περικομίζω

περικομίζω
Α
1. κομίζω κάτι ολόγυρα, περιφέρω
2. συντηρώ τρέφω
3. παθ. περικομίζομαι
(για πλοία) περιπλέω («ἅς έπλήρωσαν εἰς τὸν Ὑλλαϊκόν λιμένα, ἐν ὅσῳ περιεκομίζοντο», Βάο.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περικομίζουσι — περικομίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικομίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικομιζομένῳ — περικομίζω pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικομισθῆναι — περικομίζω aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικομισάτω — περικομίζω aor imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικομίζειν — περικομίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικομίζοντας — περικομίζω pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικομίζοντες — περικομίζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικομίζουσα — περικομίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικομίζωσι — περικομίζω pres subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικομιδή — ἡ, Μ [περικομίζω] η ενέργεια τού περικομίζω, περιφορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”